ορθοφρονώ

ορθοφρονώ
ε) μετ. быть здравомыслящим; мыслить правильно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ορθοφρονώ" в других словарях:

  • ορθοφρονώ — (Μ ὀρθοφρονῶ, έω) [ορθόφρων] νεοελλ. σκέπτομαι σωστά, είμαι συνετός μσν. είμαι ορθόδοξος …   Dictionary of Greek

  • ορθοφρονώ — ορθοφρόνησα, σκέφτομαι σωστά, λογικά, με ευθυκρισία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εχεφρονώ — (ΑΜ ἐχεφρονῶ, έω) [εχέφρων] είμαι εχέφρων, συνετός, σώφρων, σκέφτομαι λογικά, ορθοφρονώ …   Dictionary of Greek

  • ορθοφροσύνη — η [ορθοφρονώ] το να σκέπτεται κάποιος λογικά, ευθυκρισία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»